- τεκμηριοῖς
- τεκμηριόωprove positivelypres opt act 2nd sgτεκμηριόωprove positivelypres subj act 2nd sgτεκμηριόωprove positivelypres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκμηρίοις — τεκμήριον sure sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek